Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σώος και αβλαβής 2) (

  • 1 невредимый

    невредимый
    прил σῶος, ἀβλαβης, ἄθικτος, ἀκέραιος:
    цел и невредим σῶος καί ἀκέραιος, σῶος καί ἀβλαβής.

    Русско-новогреческий словарь > невредимый

  • 2 живой

    живой 1) ζωντανός \живой и невредимый σώος και αβλαβής 2) (оживлённый) ζωηρός ◇ \живойые цветы τα φυσικά λου λούδια
    * * *

    живо́й и невреди́мый — σώος και αβλαβής

    2) ( оживлённый) ζωηρός
    ••

    живы́е цветы́ — τα φυσικά λουλούδια

    Русско-греческий словарь > живой

  • 3 невредимый

    επ., βρ: -дим, -а, -о
    αβλαβής, άβλαπτος•

    он вернулся цел и -дим αυτός γύρισε σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > невредимый

  • 4 целый

    επ., βρ: цел, цела, цело.
    1. άθικτος, άγγιχτος, απείραχτος, αναρχίνητος• ολόκληρος•

    отрежь от -ого хлеба κόψε από το αναρχίνητο ψωμί.

    || πλήρης, γεμάτος•

    целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί.

    2. ολάκερος, ολόκληρος•

    -ая жизнь ολάκερη ζωή•

    -ая семья ολόκληρη οικογένεια•

    целый город ολόκληρη πόλη•

    час, день ολόκληρη ώρα, μέρα•

    -ые дниино-чи ολόκληρα μερόνυχτα•

    -ое стадо ολόκληρο κοπάδι• целый целый ящик, мешок ολόκληρο κιβώτιο, τσουβάλι•

    это целый -ая наука αυτό είναι ολόκληρη επιστήμη•

    в -ом мире σ ολόκληρο τον κόσμο.

    3. ουσ. -ое ουδ. το όλο, το σύνολο•

    единое -ое ενιαίο όλο.

    4. αβλαβής, άθικτος• απείραχτος, άγγιχτος• ακέραιος•

    стакан упал, но остался цел το ποτήρι έπεσε, όμως δεν έπαθε τίποτε (δεν έσπασε)•

    все вещи целы όλα τα πράγματα είναι άθικτα.

    5. (μαθ.) ακέραιος•

    -ое число ο ακέραιος αριθμός.

    ουσ. ο ακέραιος (αριθμός).
    εκφρ.
    целый и невредим ή цел и невредим – σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > целый

  • 5 живой

    επ., βρ: жив, -а, -о.
    1. ζωντανός•

    он еще жив αυτός είναι ακόμα ζωντανός•

    -ая рыба ζωντανό ψάρι•

    пока, жив буду όσο θα είμαι ζωντανός•

    -ое существо ζωντανό πλάσμα•

    живой труп ζωντανό πτώμα•

    взять -ым πιάνω ζωντανό•

    похоронили -го τον έθαψαν ζωντανό.

    || (με σημ. ουσ.) άνθρωπος ζωντανός•

    остаться в -ых μένω ζωντανός, επιζώ.

    2. ζωικός, οργανικός•

    -ая природа ζωική φύση•

    -ая материя ζωική ύλη.

    || ζωηρός•

    живой взгляд ζωηρή ματιά, ζωηρό βλέμμα•

    живой интерес ζωηρό ενδιαφέρο•

    смех ζωηρό γέλιο•

    -ые глаза ζωηρά μάτια•

    -ые краски ζωηρά χρώματα•

    -ое воспоминание ζωηρή ανάμνηση.

    || ζωτικός, δραστήριος, ενεργητικός.
    3. πραγματικός, ζωντανός•

    живой пример ζωντανό παράδειγμα•

    4. εκφραστικός• σαφής•

    -ое повествование εκφραστική διήγηση.

    5. αξέχαστος, άσβεστος.
    εκφρ.
    живой вес – ζωντανό βάρος•
    - ая вода – το αθάνατο νερό•
    - ая изгородь – φράχτης με πράσινους θάμνους•
    - ые картины – ταμπλώ βιβάνживойая очередь προσωπική σειρά•
    живой портрет – ζωντανή προσωπογραφία•
    - ая рана – ανοιχτή πληγή•
    - ая связь – άμεση σύνδεση•
    - ая сила – ζωντανή δύναμη (ανθρώπων, ζώων), μη μηχανική•
    живой товар – δουλεμπόριο• σωματεμπόριο•
    живой ум – έξυπνος, εφευρετικός, ευφυής•
    - це цветы – φυσικά λουλούδια, όχι τεχνητά•
    -го места нет ή не остается – δεν μένει άθικτο (αβλαβές) μέρος•
    -ой рукой ή -ым духом ή -ым манером – πολύ γρήγορα• με ζωντάνια•
    на -ую руку – στα γρήγορα•
    ни -ой души – ούτε ψυχή, ούτε γατί•
    -ое место,παλ. πιασμένη θέση•
    задеть ή затронутьκ.τ.τ. за -ое συγκινώ, προκαλώ ζωηρή εντύπωση, κεντώ, θίγω•
    на -ую нитку – (ραπτ.) α) τρύπωμα. β) μτφ. τσαπατσουλιά, προχειρότητα•
    по -ому резать – σκληρός ακόμα και ατούς δικούς•
    жив-здоров ή жив и здоров – σώος και αβλαβής•
    ни жив ни мертв – μισοπεθαμένος (από φόβο)•
    живой язык – ζωντανή γλώσσα (η ομιλούμενη).

    Большой русско-греческий словарь > живой

  • 6 здравый

    επ., βρ: здрав, -а, -о.
    1. λογικός, σωστός, σώφρονας, ορθόφρονας•

    здравый ум ή мысль κοινός νους, συνήθης αλλά υγιής σκέψη. -Οβ•

    суждение η κοινή αλλά σωστή κρίση.

    2. παλ. υγιής, γερός.
    εκφρ.
    здрав и невредим – σώος και αβλαβής•
    в -ом уме и тврдой памяти – με εχεφροσύνη (ορθοφροσύνη) και σταθερότητα.

    Большой русско-греческий словарь > здравый

  • 7 целость

    θ.
    1. ακεραιότητα, ολότητα• το άθικτο•

    сохранить все вещи вцелостьи φυλάγω όλα τα πράγματα άθικτα•

    целость и неприкосновенность границ η ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων.

    2. η εσωτερική ενότητα, το εν ιαίο.
    εκφρ.
    вцелостьи и сохранности (ή невредимости) – σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > целость

  • 8 уцелеть

    уцеле||ть
    сов (παρα)μένω ἄθικτος, γλυτώνω (άμ-τ.), μένω σώος καί ἀβλαβης / (остаться нетронутым)/ ἐπιζώ (остаться в живых):
    дом \уцелетьл при пожаре τό σπίτι γλύτωσε ἀπό τήν πυρκαϊά.

    Русско-новогреческий словарь > уцелеть

  • 9 целый

    цел||ый
    прил
    1. (неповрежденный) άθικτος:
    остаться \целыйым и невредимым μένω σώος καί ἀβλαβής·
    2. (весь целиком) ὁλόκληρος, ὁλάκερος/ ἀκέραιος (нетронутый)! γεμάτος (полный):
    \целый стакан вина γεμάτο ποτήρι κρασί· на тарелке осталась \целыйая бу́лка στό πιάτο Εμεινε ἕνα ὀλο-κληρο φραντζολάκι· \целый город ὀλοκληρη ἡ πόλη· \целый день ὁλάκερη μέρα· по \целыйым леделям ἐπί ὁλόκληρες ἐβδομάδες· в \целыйом мире не найти ἀλλοῦ πουθενά δέν θά βρής· \целый ряд вопросов ὀλοκληρη σειρά ζητημάτων.

    Русско-новогреческий словарь > целый

  • 10 safe and sound

    (unharmed: He returned safe and sound.) σώος και αβλαβής

    English-Greek dictionary > safe and sound

  • 11 уцелеть

    -ю, -еешь
    ρ.σ. (παρα)μένω άθικτος, απείραχτος. || γλυτώνω. || επιζώ, σώζομαι, μένω σώος και αβλαβής.

    Большой русско-греческий словарь > уцелеть

  • 12 невредимый

    невредимый αβλαβής- цел и невредим σώος και ακέραιος
    * * *

    цел и невреди́м — σώος και ακέραιος

    Русско-греческий словарь > невредимый

См. также в других словарях:

  • σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • σώος — α, ο ακέραιος, αβλαβής: Σου την παραδίνω την κόρη σου σώα και αβλαβή. – Επέστρεψε όλος ο στρατός σώος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • ασκηθής — ἀσκηθής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, ο σώος 2. ο ασφαλής 3. ο γνήσιος, ο ανόθευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + *σκήθος «βλάβη, ζημιά», το οποίο συνδέεται με μια γερμανική και κελτική ομάδα λέξεων (πρβλ. γοτθ. skapis «βλάβη, ζημιά», ιρλ. scathaim «παραλύω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»